-
1 ὀφρύη
См. также в других словарях:
λεπαίος — λεπαῑος, αία, ον (Α) [λέπας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.) 2. βραχώδης, πετρώδης … Dictionary of Greek
1 ὀφρύη
λεπαίος — λεπαῑος, αία, ον (Α) [λέπας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.) 2. βραχώδης, πετρώδης … Dictionary of Greek